„στοργικός“ στοργικός [storjiˈkos], στοργική, στοργικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zärtlich zärtlich στοργικός στοργικός