στολή
[stoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Uniformθηλυκό | Femininum, weiblich fστολή αστυνομικούστολή αστυνομικού
- Dienstkleidungθηλυκό | Femininum, weiblich fστολήστολή
- Trachtθηλυκό | Femininum, weiblich fστολή εθνική ενδυμασίαστολή εθνική ενδυμασία
esempi
- στολή εξόδουAusgehuniformθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στολή εργασίαςArbeitskleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στολή μεταμφίεσηςFaschinkskostümουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi