„στιλιστικά“: επίρρημα στιλιστικά [stilistiˈka]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stilistisch stilistisch στιλιστικά στιλιστικά esempi στιλιστικά κατάλληλος stilgerecht στιλιστικά κατάλληλος