στιγμιαίος
[stiɣmiˈeos], στιγμιαία, στιγμιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- augenblicklich, momentanστιγμιαίοςστιγμιαίος
- löslichστιγμιαίος καφέςστιγμιαίος καφές
esempi
- στιγμιαίο ποτόουδέτερο | Neutrum, sächlich nInstantgetränkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- στιγμιαίος καφέςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPulverkaffeeαρσενικό | Maskulinum, männlich m