„στημένος“ στημένος [stiˈmenos], στημένη, στημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) abgekartet abgekartet στημένος στημένος esempi στημένο παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ ein abgekartetes Spiel στημένο παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ