„στερεότυπος“ στερεότυπος [stereˈotipos], στερεότυπη, στερεότυποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) stereotyp stereotyp στερεότυπος στερεότυπος