στενότητα
[steˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Engeθηλυκό | Femininum, weiblich fστενότηταστενότητα
- Knappheitθηλυκό | Femininum, weiblich fστενότητα έλλειψηστενότητα έλλειψη
- Vertrautheitθηλυκό | Femininum, weiblich fστενότητα οικειότηταστενότητα οικειότητα
- Engpassαρσενικό | Maskulinum, männlich mστενότητα οικονομικήστενότητα οικονομική
esempi
- στενότητα εφοδιασμούVersorgungsengpassαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- στενότητα χρήματοςGeldknappheitθηλυκό | Femininum, weiblich f