σταυρώνω
[staˈvrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kreuzigenσταυρώνω θανατώνω με σταυρικό θάνατοσταυρώνω θανατώνω με σταυρικό θάνατο
- quälenσταυρώνω βασανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσταυρώνω βασανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- kreuzen, übereinanderschlagenσταυρώνω χέρια, πόδιασταυρώνω χέρια, πόδια
- verschränkenσταυρώνω χέριασταυρώνω χέρια