στασιμότητα
[stasiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Stillstandθηλυκό | Femininum, weiblich fστασιμότητα οικονομία | Wirtschaftοικον μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφStagnationθηλυκό | Femininum, weiblich fστασιμότητα οικονομία | Wirtschaftοικον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφστασιμότητα οικονομία | Wirtschaftοικον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ