σταθερότητα
[staθeˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Standhaftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσταθερότητα χαρακτήρασταθερότητα χαρακτήρα
- Beständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσταθερότητα μονιμότητασταθερότητα μονιμότητα
- Stabilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fσταθερότητα στερεότητασταθερότητα στερεότητα
esempi
- σταθερότητα χαρακτήραCharakterfestigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f