„σπυρί“: ουδέτερο σπυρί [spiˈri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Korn, Pickel (Samen-)Kornουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπυρί σπόρος σπυρί σπόρος (Haut-)Pickelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπυρί στο δέρμα σπυρί στο δέρμα