σπαταλώ
[spataˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verschwendenσπαταλώ χρήματασπαταλώ χρήματα
- vergeudenσπαταλώ χρόνο, δυνάμειςσπαταλώ χρόνο, δυνάμεις