σπέρνω
[ˈsperno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ειρα; -άρθηκα; -αρμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (aus)säenσπέρνω σιτάρισπέρνω σιτάρι
- säenσπέρνω χωράφισπέρνω χωράφι
- verbreiten, ausstreuenσπέρνω διαδίδω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσπέρνω διαδίδω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ