„σοφιστικός“ σοφιστικός [sofistiˈkos], σοφιστική, σοφιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) spitzfindig spitzfindig σοφιστικός σοφιστικός