„σουρώνω“: μεταβατικό ρήμα σουρώνω [suˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) abseihen, sieben, filtern abseihen, sieben, filtern σουρώνω στραγγίζω σουρώνω στραγγίζω „σουρώνω“: αμετάβατο ρήμα σουρώνω [suˈrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) saufen saufen σουρώνω μεθώ οικείο | umgangssprachlichοικ σουρώνω μεθώ οικείο | umgangssprachlichοικ