„σκύλα“: θηλυκό σκύλα [ˈskjila]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Hündin, Miststück Hündinθηλυκό | Femininum, weiblich f σκύλα σκύλα Miststückουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκύλα οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ σκύλα οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ