„σκύβω“: αμετάβατο ρήμα σκύβω [ˈskjivo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -μμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich bücken, sich beugen, sich senken, sich vorbeugen sich lehnen, sich ducken sich bücken, sich beugen σκύβω σκύβω sich senken σκύβω χαμηλώνω σκύβω χαμηλώνω sich vorbeugen σκύβω προς τα μπροστά σκύβω προς τα μπροστά sich lehnen (από aus) σκύβω από παράθυρο σκύβω από παράθυρο sich ducken σκύβω υποτάσσομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σκύβω υποτάσσομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ