„σκόπελος“: αρσενικό σκόπελος [ˈskopelos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Klippe, Riff Klippeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκόπελος γεωλογία | Geologieγεωλ Riffουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκόπελος γεωλογία | Geologieγεωλ σκόπελος γεωλογία | Geologieγεωλ