σκοτωμός
[skotoˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Tötenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκοτωμόςTötungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοτωμόςMordenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκοτωμόςσκοτωμός
- Massakerουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκοτωμός αιματοχυσίασκοτωμός αιματοχυσία
- Getümmelουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκοτωμός συνωστισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκοτωμός συνωστισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Strapazeθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοτωμός ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκοτωμός ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ