„σκηνοθετώ“: μεταβατικό ρήμα σκηνοθετώ [skjinoθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) inszenieren inszenieren σκηνοθετώ σκηνοθετώ esempi σκηνοθετώ μια ταινία die Regie bei einem Film führen σκηνοθετώ μια ταινία