„σκαμνί“: ουδέτερο σκαμνί [skaˈmni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Fußbank, Hocker, Schemel Fußbankθηλυκό | Femininum, weiblich f σκαμνί για τα πόδια σκαμνί για τα πόδια Hockerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκαμνί στο μπαρ Schemelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκαμνί στο μπαρ σκαμνί στο μπαρ