σκάνδαλο
[ˈskanðalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Skandalαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκάνδαλοσκάνδαλο
esempi
- σκάνδαλο δωρεώνSpendenaffäreθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σκάνδαλο δωροδοκίαςBestechungsaffäreθηλυκό | Femininum, weiblich fBestechungsskandalαρσενικό | Maskulinum, männlich m