σιχαμερός
[sixameˈros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σιχαμερή, σιχαμερόPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- σιχαμερός αηδιαστικός
- widerwärtig, widerlichσιχαμερός μισητόςσιχαμερός μισητός