σιτοπαραγωγός
[sitoparaɣoˈɣos], σιτοπαραγωγή, σιτοπαραγωγόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- σιτοπαραγωγός χώραθηλυκό | Femininum, weiblich fGetreidelandουδέτερο | Neutrum, sächlich n