„σιγανά“: επίρρημα σιγανά [siɣaˈna]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) leise, langsam leise σιγανά φωνή σιγανά φωνή langsam σιγανά αργός σιγανά αργός