„σηπτικός“ σηπτικός [siptiˈkos], σηπτική, σηπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vereitert vereitert σηπτικός σηπτικός