„σημερινός“ σημερινός [simeriˈnos], σημερινή, σημερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) heutig, von heute heutig, von heute σημερινός σημερινός