„σημαδιακός“ σημαδιακός [simaðiaˈkos], σημαδιακή, σημαδιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gezeichnet gezeichnet σημαδιακός σημαδιακός