„σερφάρισμα“: ουδέτερο σερφάρισμα [serˈfarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Surfen Surfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σερφάρισμα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ σερφάρισμα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ