σαπουνάδα
[sapuˈnaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Seifenlaugeθηλυκό | Femininum, weiblich fσαπουνάδα νερό που περιέχει σαπούνισαπουνάδα νερό που περιέχει σαπούνι
- Seifenschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mσαπουνάδα αφρόςσαπουνάδα αφρός