„σαπίλα“: θηλυκό σαπίλα [saˈpila]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Fäulnis, Verfall Fäulnisθηλυκό | Femininum, weiblich f σαπίλα σαπίλα Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαπίλα διαφθορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σαπίλα διαφθορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ