„σήψη“: θηλυκό σήψη [ˈsipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Fäulnis, Verwesung, Verfall Fäulnisθηλυκό | Femininum, weiblich f σήψη σάπισμα σήψη σάπισμα Verwesungθηλυκό | Femininum, weiblich f σήψη νεκρού σήψη νεκρού Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m σήψη ηθική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σήψη ηθική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ