ρύπανση
[ˈripansi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verunreinigungθηλυκό | Femininum, weiblich fρύπανση μόλυνσηVerschmutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fρύπανση μόλυνσηρύπανση μόλυνση
esempi
- ρύπανση της ατμόσφαιραςLuftverschmutzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρύπανση του περιβάλλοντοςUmweltverschmutzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρύπανση φωτόςLichtverschmutzungθηλυκό | Femininum, weiblich f