„ρωτώ“: μεταβατικό ρήμα ρωτώ [roˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) fragen, befragen, befragen, aufrufen fragen (κάποιον κάτι jemanden etwas κάποιον για κάτι jemanden nach etwas) ρωτώ ρωτώ befragen (κάποιον κάτι jemanden zu etwas κάποιον για κάτι jemanden über etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ρωτώ ειδικό, μάρτυρα ρωτώ ειδικό, μάρτυρα befragen ρωτώ γιατρό ρωτώ γιατρό aufrufen ρωτώ μαθητή ρωτώ μαθητή