„ρουφώ“: μεταβατικό ρήμα ρουφώ [ruˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ηξα; -ήχτηκα; -γμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schlürfen, aufsaugen, einatmen, einziehen schlürfen ρουφώ ρουφώ aufsaugen ρουφώ απορροφώ ρουφώ απορροφώ einatmen ρουφώ αέρα ρουφώ αέρα einziehen ρουφώ κοιλιά ρουφώ κοιλιά