„ρεπό“: ουδέτερο ρεπό [reˈpo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) freier Tag freier Tagαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρεπό ρεπό esempi σήμερα έχω ρεπό heute habe ich frei σήμερα έχω ρεπό