„ραδιενεργός“ ραδιενεργός [raðienerˈɣos], ραδιενεργή, ραδιενεργόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) radioaktiv radioaktiv ραδιενεργός φυσ ραδιενεργός φυσ esempi ραδιενεργά απόβληταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Atommüllαρσενικό | Maskulinum, männlich m ραδιενεργά απόβληταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ραδιενεργό μανιτάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n Atompilzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ραδιενεργό μανιτάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n