ρίγος
[ˈriɣos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schauderαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίγος ανατριχίλα από φόβο, αηδίαρίγος ανατριχίλα από φόβο, αηδία
- Schauerαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίγος από χαρά, ευτυχίαρίγος από χαρά, ευτυχία
- Schüttelfrostαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίγος από πυρετόρίγος από πυρετό