ρήγμα
[ˈriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Rissαρσενικό | Maskulinum, männlich mρήγμα σε επιφάνειαρήγμα σε επιφάνεια
- Sprungαρσενικό | Maskulinum, männlich mρήγμα σε γυαλίρήγμα σε γυαλί
- Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mρήγμα διάσπαση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρήγμα διάσπαση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Leckαρσενικό | Maskulinum, männlich mρήγμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτρήγμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
esempi
- ρήγμα αναχώματοςDeichbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m