„ράμπα“: θηλυκό ράμπα [ˈramba]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Rampe Rampeθηλυκό | Femininum, weiblich f ράμπα θέατρο | Theaterθεατ ράμπα θέατρο | Theaterθεατ esempi ράμπα φορτοεκφόρτωσης Laderampeθηλυκό | Femininum, weiblich f ράμπα φορτοεκφόρτωσης