πόρισμα
[ˈporizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Befundαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόρισμα κ. συμπέρασμαErgebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπόρισμα κ. συμπέρασμαπόρισμα κ. συμπέρασμα
esempi
- πόρισμα εξέτασης ιατρική | MedizinιατρUntersuchungsergebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n