πόθος
[ˈpoθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wunschαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόθος επιθυμίαπόθος επιθυμία
- Verlangenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπόθος έντονη επιθυμία, κ. ερωτικήπόθος έντονη επιθυμία, κ. ερωτική
- Sehnsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fπόθος λαχτάραπόθος λαχτάρα
- Begierdeθηλυκό | Femininum, weiblich fπόθος ερωτικήπόθος ερωτική