„πτώμα“: ουδέτερο πτώμα [ˈptoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Leiche, Kadaver Leicheθηλυκό | Femininum, weiblich f πτώμα πτώμα Kadaverαρσενικό | Maskulinum, männlich m πτώμα ζώου πτώμα ζώου esempi είμαι πτώμα todmüde είμαι πτώμα είμαι πτώμα kaputt sein είμαι πτώμα πτώμα πνιγμένου Wasserleicheθηλυκό | Femininum, weiblich f πτώμα πνιγμένου