„πτωτικός“ πτωτικός [ptotiˈkos], πτωτική, πτωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) rückläufig rückläufig πτωτικός πτωτικός esempi πτωτική τάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | Wirtschaftοικον Abschwungαρσενικό | Maskulinum, männlich m πτωτική τάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | Wirtschaftοικον