πτέρυγα
[ˈpteriɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Flügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτέρυγα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτπτέρυγα αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
- Tragflächeθηλυκό | Femininum, weiblich fπτέρυγα αεροπορία | Luftfahrtαεροππτέρυγα αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
esempi
- πτέρυγα υψηλής ασφαλείαςHochsicherheitstraktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πτερύγιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl καμπυλότηταςLandeklappenπληθυντικός | Plural pl