„πρόσχημα“: ουδέτερο πρόσχημα [ˈprosçima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Vorwand Vorwandαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσχημα πρόσχημα esempi με/το πρόσχημα ότι … unter dem Vorwand dass … με/το πρόσχημα ότι …