προώθηση
[proˈoθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Förderungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροώθηση κ. ατόμουπροώθηση κ. ατόμου
- Vorantreibenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροώθηση διαπραγματεύσεωνπροώθηση διαπραγματεύσεων
esempi
- προώθηση εμπορεύματοςMerchandisingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προώθηση κλήσηςAnrufumleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προώθηση νέων ατόμωνNachwuchsförderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi