προϋπόθεση
[proiˈpoθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Voraussetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροϋπόθεσηBedingungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροϋπόθεσηπροϋπόθεση
esempi
- με υπό την προϋπόθεσηunter der Voraussetzung (ότι dass)
- προϋπόθεση ένταξηςAufnahmebedingungθηλυκό | Femininum, weiblich f