προφυλάκιση
[profiˈlakjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Untersuchungshaftθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφυλάκισηπροφυλάκιση
- U-Haftθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφυλάκιση οικείο | umgangssprachlichοικπροφυλάκιση οικείο | umgangssprachlichοικ