„προσορμίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προσορμίζομαι [prosorˈmizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-τηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) landen landen προσορμίζομαι ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ προσορμίζομαι ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ